τυλιγάδιασμα

τυλιγάδιασμα
το, Ν [τυλιγαδιάζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τυλίγαδιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τυλιγάδιασμα — το, ατος το τύλιγμα νήματος στο τυλιγάδι, το κουβάριασμα σ αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”